φοινίσκη

φοινίσκη
φοινίσκη, , dim. of φοῖνιξ,
A small palm, BGU227.10 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φοινίσκη — ἡ, Α 1. υποκορ. φοίνικας μικρών διαστάσεων 2. η άμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη), μέσω αμάρτυρου τ. *φοινικ ίσκη με απλολογία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”